προσφυγάκι

προσφυγάκι
το, Ν
νεαρός πρόσφυγας ή προσφυγοπούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσφυγας. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”